προϋποτίθημι

προϋποτίθημι
ΝΜΑ [ὑποτίθημι]
(παθ. γ' εν. πρόσ. ενεστ.) προϋποτίθεται
έχει τεθεί ως προϋπόθεση, έχει γίνει εκ τών προτέρων δεκτό
μσν.-αρχ.
μέσ. προϋποτίθεμαι
παρέχω κάτι ως προϋπόθεση, ως προκαταρκτικό όρο («διὸ δεῑ πολλὰ προϋποτεθεῑσθαι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ενεργ. τοποθετώ κάτι προηγουμένως από κάτω («προϋποθεὶς τὸν Ἄτλαντα τοῑς βάρεσι», Φίλ.)
2. μέσ. υποδηλώνω εκ τών προτέρων
3. παθ. τίθεμαι ως βάση, τοποθετούμαι ως θεμέλιο προηγουμένως («θεμέλιον ἤ οἷον ἔδαφος προϋποτιθέμενον», Δαμάσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προϋποθέτω — Ν 1. υποθέτω εκ τών προτέρων κάτι, θεωρώ κάτι ως δεδομένο 2. εξαρτώμαι από μια προϋπόθεση, από έναν όρο («η εκτέλεση τού έργου προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. προϋποτίθημι. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Θ. Φαρμακίδη] …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”