- προϋποτίθημι
- ΝΜΑ [ὑποτίθημι](παθ. γ' εν. πρόσ. ενεστ.) προϋποτίθεταιέχει τεθεί ως προϋπόθεση, έχει γίνει εκ τών προτέρων δεκτόμσν.-αρχ.μέσ. προϋποτίθεμαιπαρέχω κάτι ως προϋπόθεση, ως προκαταρκτικό όρο («διὸ δεῑ πολλὰ προϋποτεθεῑσθαι», Αριστοτ.)αρχ.1. ενεργ. τοποθετώ κάτι προηγουμένως από κάτω («προϋποθεὶς τὸν Ἄτλαντα τοῑς βάρεσι», Φίλ.)2. μέσ. υποδηλώνω εκ τών προτέρων3. παθ. τίθεμαι ως βάση, τοποθετούμαι ως θεμέλιο προηγουμένως («θεμέλιον ἤ οἷον ἔδαφος προϋποτιθέμενον», Δαμάσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.